χαριτώνυμος

χαριτώνυμος
χαριτώνυμος
of gracious import
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαριτώνυμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει χαριτωμένο όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. ψευδ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • Χαριτώνυμος, Γεώργιος — (; – Pώμη, 1478). Λόγιος του 15ου αι., γνωστός και ως Ερμώνυμος. Καταγόταν από την Σπάρτη και υπήρξε μαθητής του Γεωργίου Πλήθωνα ή Γεμιστού. Ο X. συνέβαλε στο να διαδοθούν τα ελληνικά γράμματα στην Ιταλία και στη Γαλλία. Ο πάπας Σίξτος ο Δ’ τον… …   Dictionary of Greek

  • χαριτώνυμον — χαριτώνυμος of gracious import masc/fem acc sg χαριτώνυμος of gracious import neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριτωνύμῳ — χαριτώνυμος of gracious import masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριτώνυμε — χαριτώνυμος of gracious import masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”